- επιψευδαργύρωση
- ηεπικάλυψη μιας επιφάνειας με ψευδάργυρο για να προστατευθεί από τη σκουριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
ψευδαργύρωση — η, Ν [ψευδαργυρώ / ώνω] (μεταλργ.) επικάλυψη τής επιφάνειας ενός μετάλλου με στρώμα ψευδαργύρου για την προστασία του από την οξείδωση, αλλ. επιψευδαργύρωση … Dictionary of Greek
γαλβάνιση — η ο γαλβανισμός, η επιμετάλλωση, η επιψευδαργύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλβανισμός — ο 1. η γαλβάνιση, η επιψευδαργύρωση. 2. η χρησιμοποίηση του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος για θεραπευτικούς σκοπούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)